Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ βορέαι

См. также в других словарях:

  • Βορέαι — Βορέας north wind masc nom/voc pl (ionic) Βορέᾱͅ , Βορέας north wind masc dat sg (attic doric ionic aeolic) Βορέης north wind masc nom/voc pl Βορέᾱͅ , Βορέης north wind masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορέαι — βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βορέᾳ — Βορέαι , Βορέας north wind masc nom/voc pl (ionic) Βορέᾱͅ , Βορέας north wind masc dat sg (attic doric ionic aeolic) Βορέαι , Βορέης north wind masc nom/voc pl Βορέᾱͅ , Βορέης north wind masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορέᾳ — βορέαι , βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»